τραχείαις

τραχείαις
τρᾱχείαις , τραχύς
jagged
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρανευρίζομαι — Α (για όργανο ή χορδή) κουρδίζομαι άσχημα («φωνή... ὁμοία φαινομένη ταῑς παρανενευρισμέναις καὶ τραχείαις χορδαῑς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νευρά «χορδή» + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”